- ἐπιβούλευμα
- ἐπιβούλευμα, τό, Nachstellung; übh. gefährliches, feindliches Vorhaben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιβούλευμα — ἐπιβούλευμα, το (Α) [επιβουλεύω] επιβουλή, σκευωρία … Dictionary of Greek
ἐπιβούλευμα — plot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλευμάτων — ἐπιβούλευμα plot neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλεύμασι — ἐπιβούλευμα plot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλεύμασιν — ἐπιβούλευμα plot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλεύματα — ἐπιβούλευμα plot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλεύματι — ἐπιβούλευμα plot neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλεύματος — ἐπιβούλευμα plot neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)